Σ ε μια χώρα σαν τη δική μας πολλοί δαίμονες κατατρύχουν την εκπαίδευση και ειδικά σε αυτή τη μεταβατική, μετά την πανδημία, περίοδο. Μερικοί από αυτούς είναι: η αξιολόγηση εκπαιδευτικών μονάδων και εκπαιδευτικών, το περιεχόμενο σπουδών σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες, οι βάσεις των ανώτατων σχολών που προκαλούν σοκ με την πτώση τους. Ωστόσο, μετά την αναγκαστική καταφυγή στην τηλεκπαίδευση την περασμένη άνοιξη από αρκετούς εκπαιδευτικούς στις τρεις βαθμίδες της σχολικής εκπαίδευσης, τη μαζική συμμετοχή των εκπαιδευτικών της άτυπης εξωσχολικής (φροντιστηριακής) στα διαδικτυακά μαθήματα την ίδια περίοδο και τη διεξαγωγή των on line πανεπιστημιακών μαθημάτων και εξετάσεων, ιδιαίτερη σημασία αποκτούν οι ψηφιακές δεξιότητες. Την αναγκαιότητα αυτή ήρθε να καταδείξει εμφαντικά όχι τόσο το υπουργείο Παιδείας, αλλά ο ΣΕΒ, που διατηρεί το Παρατηρητήριο Ψηφιακού Μετασχηματισμού, τo οποίο παρακολουθεί την… αργή πορεία μας προς την ψηφιακή ωριμότητα. Σύμφωνα λοιπόν με όσα σημειώνονται εκεί, σε ειδική αναφορά (special report) για το άνοιγμα αμέσως μετά την περίοδο της καραντίνας (11 Μαΐου 2020), η ψηφιοποίηση των οικονομιών, που συμβαίνει σε παγκόσμιο επίπεδο, είναι μια μεγάλη ευκαιρία για την αναβάθμιση και της οικονομίας της χώρας και των ίδιων των εργαζομένων. Γι’ αυτό ο ΣΕΒ, διατηρώντας προφανώς την πρωτοβουλία των κινήσεων στον εκπαιδευτικό και οικονομικό σχεδιασμό για τη χώρα, προχώρησε σε μελέτη αντιστοίχισης επαγγελμάτων με ψηφιακές δεξιότητες για «την ενίσχυση του σχετικού διαλόγου στην αγορά εργασίας». Σε αυτήν καταγράφηκαν οι απαιτούμενες βασικές ή και προαιρετικές ψηφιακές δεξιότητες για την εκτέλεση των καθηκόντων κάθε επαγγέλματος συνδυάζοντας δεδομένα του Eurofound που αφορούν τον βαθμό χρήσης των ΤΠΕ (τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών) στα επαγγέλματα με τα δεδομένα του Εθνικού Ινστιτούτου Εργασίας & Ανθρώπινου Δυναμικού (ΕΙΕΑΔ) ως προς τη δομή της απασχόλησης στην Ελλάδα. Διαπιστώθηκε πως για το 45% των επαγγελμάτων ο βαθμός ψηφιοποίησης είναι τέτοιος, που καθιστά απολύτως απαραίτητες τις ψηφιακές δεξιότητες. Ο ΣΕΒ προτείνει 7 βασικές κατευθύνσεις δράσεων για την ανάπτυξη και συνεχή βελτίωση των ψηφιακών δεξιοτήτων και μεταξύ αυτών μια νέα στοχοθεσία για την εκπαίδευση και την κατάρτιση: -Τις πολυμερείς συμπράξεις για την ενίσχυση των συστημάτων εκπαίδευσης, τη σύνδεσή τους με την αγορά εργασίας και τη συνεργασία δημόσιων υπηρεσιών κατάρτισης με επιχειρήσεις λογισμικού και τεχνολογικών λύσεων για τον προσδιορισμό των εκπαιδευτικών στόχων και τη διαμόρφωση στοχευμένων προγραμμάτων. -Την ενίσχυση συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης με σκοπό τη διεύρυνση της επαγγελματικής εκπαίδευσης πέρα από τα παραδοσιακά επαγγέλματα χαμηλής και μέσης ειδίκευσης, τη συμπερίληψη των ψηφιακών δεξιοτήτων στις βασικές ικανότητες που απαιτούνται σε όλα τα επίπεδα, αλλά και τη διαρκή επικαιροποίησή τους. -Επιπλέον θέτει τις επιχειρήσεις ως φορείς επανακατάρτισης και πιστοποίησης, όπως για παράδειγμα παρέχονται σήμερα από εταιρείες τεχνολογίας και πληροφορικής (π.χ. Microsoft Certified Solutions Expert, Cisco Certified Design Professional). Στο ίδιο πλαίσιο στην έκθεση με τίτλο «Greek Market’s Needs in Tech Talent», που διενεργήθηκε με την υποστήριξη της Microsoft τον Απρίλιο, αναφέρεται ότι πάνω από 6 στις 10 μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα δηλώνουν πως υπάρχει σοβαρή αδυναμία εύρεσης προσωπικού με τις ψηφιακές δεξιότητες που τους είναι απαραίτητες, παρά την πρόθεσή τους να προχωρήσουν σε προσλήψεις IT προσωπικού μέσα στους επόμενους 12 μήνες. Η έκθεση αναφέρει επίσης πως οι πιο δημοφιλείς τεχνικές δεξιότητες στην ελληνική αγορά είναι η ανάπτυξη λογισμικού και η διαχείριση βάσεων δεδομένων, ενώ οι εταιρείες ψάχνουν επίσης καταρτισμένο προσωπικό στις γλώσσες προγραμματισμού (HTML, JavaScript και CSS κατά κύριο λόγο), στο project management αλλά και στη χρήση ψηφιακών εργαλείων παραγωγικότητας. Ενδιαφέρον παρουσιάζει για την κατεύθυνση που δίνεται στο νεανικό κοινό για τις σπουδές του και το γεγονός πως η αξία μιας πιστοποίησης επαγγελματικής ειδίκευσης θεωρείται, σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας, πιο σημαντικό εφόδιο από έναν διδακτορικό τίτλο από τους υποψήφιους εργοδότες, ενώ μεγάλη αξία δίνεται στη διαρκή κατάρτιση των εργαζομένων στις πιο σύγχρονες τεχνολογίες. Ανάλογη οπτική γωνία για τη στοχοθεσία της εκπαίδευσης και της κατάρτισης είχε και το «Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία» της επιτροπής υπό την προεδρία του Χριστόφορου Πισσαρίδη (καθηγητής στο London School of Economics και το Πανεπιστήμιο Κύπρου, Βραβείο Νόμπελ Οικονομικών 2010) που συνέστησε η κυβέρνηση και το οποίο προκάλεσε έντονες συζητήσεις, ακόμη και εν μέσω θέρους. Σε αυτήν την έκθεση αναφέρεται το χαμηλό επίπεδο ακόμη και σε πιο… παραδοσιακές δεξιότητες, όπως στα Μαθηματικά, στις Φυσικές Επιστήμες και την Κατανόηση Κειμένου για τους 15χρονους μαθητές σύμφωνα με τα κριτήρια του προγράμματος PISA. Σε όλα αυτά τα πεδία η Ελλάδα βρίσκεται πολύ χαμηλότερα από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ και στην τελευταία τετράδα ή πεντάδα της Ε.Ε. Οσον αφορά την επαφή με τις νέες τεχνολογίες ειδικά στην εκπαίδευση, στην ίδια έκθεση τονίζεται η αναγκαιότητα αναβάθμισης των ψηφιακών δεξιοτήτων διδασκόντων και διδασκομένων, σε συνδυασμό με τη βελτίωση των αντίστοιχων υποδομών των εκπαιδευτικών μονάδων. Η αναβάθμιση αυτή μπορεί να σχετίζεται τόσο με την εισαγωγή νέων μαθημάτων όσο και με τη μερική αλλαγή του τρόπου διδασκαλίας υφιστάμενων μαθημάτων. Το ενδιαφέρον για την αναβάθμιση των ψηφιακών δεξιοτήτων στη χώρα μας δεν είναι ευκαιριακό και προφανώς δεν οφείλεται μόνο στην πανδημία. Είναι μια κατεύθυνση που έχει δοθεί από τον ΟΟΣΑ τα τελευταία πέντε χρόνια μαζί με μια σειρά από άλλους στόχους που περιλαμβάνουν την απόκτηση πρόσθετων γνωστικών δεξιοτήτων και δεξιοτήτων παροχής έργου, ώστε να αποκτήσει η ελληνική οικονομία περισσότερη εξωστρέφεια, όπως αναφέρεται στην έκθεση του 2018 «Το μέλλον της εκπαίδευσης και των δεξιοτήτων. Η εκπαίδευση το 2030» (Τhe Future of education and skills. Education 2030). Ποια, όμως, είναι η ανταπόκριση του ελληνικού υπουργείου Παιδείας σε αυτές τις προτροπές για την καλλιέργεια των απαραίτητων προσόντων στις γενιές που εκκολάπτονται τα τελευταία χρόνια; Με το πρόσφατο νομοσχέδιο της υπουργού Νίκης Κεραμέως ο προσανατολισμός για την απόκτηση δεξιοτήτων, προφανώς όχι μόνο ψηφιακών, τίθεται ως ένας από τους βασικούς άξονες για το σύγχρονο σχολείο, όπως το οραματίζεται η ηγεσία του υπουργείου. Πιο συγκεκριμένα εισάγονται πιλοτικά τα «εργαστήρια δεξιοτήτων» στο υποχρεωτικό πρόγραμμα Νηπιαγωγείων, Δημοτικών και Γυμνασίων από αυτό το σχολικό έτος (2020-21), «σηματοδοτώντας τη στροφή σε ένα σύγχρονο σχολείο που δίνει έμφαση στην καλλιέργεια ήπιων δεξιοτήτων, δεξιοτήτων ζωής και δεξιοτήτων τεχνολογίας και επιστήμης στους μαθητές (από κοινού “δεξιότητες του 21ου αιώνα”)». Οι ήπιες δεξιότητες, για τις οποίες τόσος λόγος γίνεται στην αγορά εργασίας, θα αναπτύσσονται με τις νέες θεματικές όπως ο εθελοντισμός, η οδική ασφάλεια, η πρόληψη από εξαρτήσεις, ο αλληλοσεβασμός και η διαφορετικότητα, η ρομποτική, η επιχειρηματικότητα, η σεξουαλική αγωγή (κάθε θεματική θα είναι σταθμισμένη με την εκπαιδευτική βαθμίδα και ηλικία των μαθητών), στοχεύουν στην ευρύτερη καλλιέργεια και διαπαιδαγώγηση των μαθητών, στη δυνατότητα επίλυσης προβλημάτων, στον ψηφιακό και τεχνολογικό γραμματισμό τους. Οι θεματικές αυτές οργανώνονται σε 4 θεματικούς κύκλους (Ευ Ζην, Περιβάλλον, Κοινωνική Ενσυναίσθηση και Ευθύνη, Δημιουργική Σκέψη και Πρωτοβουλία). Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής, στο νέο νομοσχέδιο «στρατηγική προτεραιότητα -παράλληλα με τη συστηματικότερη καλλιέργεια των δεξιοτήτων- είναι να ενισχυθεί η βιωματική και ανακαλυπτική μάθηση, αλλά και να επιμορφωθούν οι εκπαιδευτικοί σε μεθοδολογίες εργαστηριακής προσέγγισης της διδασκαλίας». Τη μετάβαση, επίσης, σε αυτό το οραματικό σχολείο θα υποβοηθήσουν πιστοποιημένοι επιμορφωτές εξειδικευμένων φορέων, μέλη Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού εξειδικευμένα στην εργαστηριακή-ανακαλυπτική μάθηση, τον παιδαγωγικό σχεδιασμό (curriculum design) και την επιμόρφωση ενηλίκων, καθώς και στελέχη της εκπαίδευσης. Σε όλον αυτόν τον αναπροσανατολισμό της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης έχει ασκηθεί έντονη κριτική ακόμη και από τους επαΐοντες, όπως από τα μέλη της Πανελλήνιας Ενωσης Υπευθύνων Εργαστηριακών Κέντρων Φυσικών Επιστημών (ΠΑΝΕΚΦΕ). Στην πρόσφατη, μάλιστα, επιστολή τους μιλούν για άγνοια της σχολικής πραγματικότητας, για υποβάθμιση των μέχρι τώρα εργαστηριακών δραστηριοτήτων και για διακινδύνευση αρκετών κεκτημένων που αφορούν διαγωνισμούς όπως της ρομποτικής. Σε πολλές περιπτώσεις η κριτική από μεγάλη μερίδα εκπαιδευτικών είναι δικαιολογημένη. Συνεπώς οι προκλήσεις των καιρών, από την πανδημία έως τις μεταβολές της αγοράς εργασίας, επιβάλλουν μια ανάλογη προσέγγιση από το υπουργείο, αρκεί να μην είναι συγκυριακή και να επιστρατεύει όλες τις δυνάμεις του εκπαιδευτικού χώρου. Τον πρώτο ρόλο για την ανταπόκριση των νέων ανθρώπων στις απαιτήσεις που περιγράφουν εργοδοτικοί φορείς, ο ΟΟΣΑ και άλλοι διεθνείς οργανισμοί καλό είναι να τον αναλάβει το κράτος, όχι μόνο στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αλλά και στη μεταλυκειακή, ώστε να αποφύγει τη χειραγώγηση των προσόντων με κριτήρια τις ανάγκες μεγαλοεργοδοτών. Σε όλη αυτή την πορεία για τη διαμόρφωση μορφωμένων και αυτόνομων επαγγελματιών καλό είναι να μην αψηφήσει την εξασφάλιση των ψηφιακών δεξιοτήτων για τους αποφοίτους της επόμενης δεκαετίας. Κάθε έλλειψη ενδέχεται να αποβεί μοιραία στην εποχή που προλειαίνει το έδαφος για την κυριαρχία της τεχνητής νοημοσύνης.
Του Μάνου Παπαδημητρίου, φιλολόγου-φροντιστή, μέλους ΣΕΦΑ (Σύλλογος Εκπαιδευτικών Φροντιστών Αττικής), αντιπροσώπου ΟΕΦΕ (Ομοσπονδία Εκπαιδευτικών Φροντιστών Ελλάδας)